ὀρίγονος

ὀρίγονος
ὀρί-γονος [pron. full] [ῐ], ον, = ὀρειγενής, πεῦκαι Tim.Pers.88.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορίγονος — ὀρίγονος, ον (Α) (κυρίως για φυτά) αυτός που φύεται στα όρη, στα βουνά, ορειγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορι (βλ. λ. όρος [II]) + γόνος (< γόνος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ὀριγόνοισιν — ὀρίγονος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”